ταμιούχος

ταμιούχος
ὁ, ἡ, ΜΑ
οικονόμος σπιτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταμῖον / ταμεῖον + -οῦχος* (< ἔχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταμιοῦχος — having charge of the store room masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιοῦχοι — ταμιοῦχος having charge of the store room masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιούχου — ταμιοῦχος having charge of the store room masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ούχος — (ΑΜ οῡχος) μορφή στην οποία απαντά το ρ. έχω ως β συνθετικό < οοχος με συναίρεση από ονόματα με θεμ. φωνήεν ο (πρβλ. τροπαι ούχος < τρόπαιον, κληρ ούχος < κλήρος, γαλακτ ούχος < γάλα, ακτος). Τα σύνθ. σε ούχος σημαίνουν τον κάτοχο… …   Dictionary of Greek

  • ταμιουχία — ἡ, Μ [ταμιοῡχος] διατήρηση, συντήρηση …   Dictionary of Greek

  • ταμιουχώ — και ταμειουχῶ, έω, Μ [ταμιοῡχος] έχω την επιστασία τού ταμείου …   Dictionary of Greek

  • ИКОНОМИЯ — [греч. οἰκονομία, букв. «домостроительство»], один из важнейших принципов церковного правотворчества, правоприменительной практики и душепопечения. В наст. время под И. понимается обычно отступление от безусловного и точного исполнения… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”